- κεχρωσμένα
- χρώζωperf part mp neut nom/voc/acc plκεχρωσμένᾱ , χρώζωperf part mp fem nom/voc/acc dualκεχρωσμένᾱ , χρώζωperf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεχρωσμένας — κεχρωσμένᾱς , χρώζω perf part mp fem acc pl κεχρωσμένᾱς , χρώζω perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτύσμα — το, ΝΜΑ [πτύω] το φτύσμα, αυτό που φτύνεται κατά την απόχρεμψη, πτύελο, απόχρεμμα (α. «πτύσματα λεπτὰ καὶ ἁλυκὰ καὶ κεχρωσμένα ἀκρήτῳ χρώματι», Ιππ. β. «καὶ τι τῶν πρὸς τῷ τοίχῳ πτυσμάτων ἐπισημηναμένου», Πολ. γ. «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν… … Dictionary of Greek
κεχρωσμέναι — χρώζω perf part mp fem nom/voc pl κεχρωσμένᾱͅ , χρώζω perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)